αγουρόκομμα

αγουρόκομμα
το [αγουροκόβω]
1. πρόωρο κόψιμο τών καρπών
2. ο καρπός που κόπηκε από το φυτό προτού ωριμάσει
3. πρόωρη διακοπή ύπνου, το πρόωρο ξύπνημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”